досадовать - translation to πορτογαλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

досадовать - translation to πορτογαλικά


досадовать      
enfadar-se, agastar-se, desgostar-se ; (огорчаться) afligir se
bater no peito      
раскаиваться, досадовать
bater no peito      
раскаиваться, досадовать

Ορισμός

ДОСАДОВАТЬ
испытывать досаду, недовольство.
Д. на задержку. Д. на свою судьбу.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για досадовать
1. И единственное, на что можно досадовать, она опускает Дон Кихота - одного из героев цивилизации.
2. - Вы поймите, я не склонен глумиться над политикой или досадовать на нее.
3. И они продолжали швырять камни, восхищаться удачными бросками и досадовать при неудачных"
4. Помимо Чепикова вправе был досадовать и серебряный призер Оле-Эйнар Бьорндален.
5. Остается лишь досадовать на то, что Россия в этой четверке "выскочек" оказалась последней.